Άρης Μπερλής: Μεταφράζοντας F. S. Fitzgerald

Ο Άρης Μπερλής μιλά στην Αθηνά Δημητριάδου για τον F. S. Fitzgerald και για την μετάφραση των διηγημάτων του Αμερικανού πεζογράφου. Καταθέτει επίσης τις σκέψεις του για το ελληνικό διήγημα.

1. Η πρώτη ερώτηση προκύπτει αναπόφευκτα από την πρόσφατη μεταφραστική σας παραγωγή. Μεταφράσατε το μυθιστόρημα Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και αμέσως μετά μια συλλογή διηγημάτων του ίδιου συγγραφέα με τίτλο Επιστροφή στη Βαβυλώνα. Προτιμάτε τον Φιτζέραλντ ως μυθιστοριογράφο ή ως διηγηματογράφο;

Ο Φιτζέραλντ είναι για μένα σπουδαίος πεζογράφος, είτε γράφει μυθιστόρημα είτε διήγημα. Κατόρθωσε να μας δώσει χαρακτήρες αναγνωρίσιμους και αλησμόνητους (και τούτο ας είναι γενικώς ένα από τα κριτήρια της μεγάλης λογοτεχνίας), είτε πρόκειται για τον ρομαντικό διαχρονικό Γκάτσμπυ (ήρωα του μεγέθους του Χήθκλιφ ή του Κάπταιν Άχαμπ ή του Χακ Φιν) είτε για τον Τσάρλι της «Επιστροφής στη Βαβυλώνα»  είτε για τον Ντέξτερ των «Χειμωνιάτικων Ονείρων». Καθώς σημειώνω στην εισαγωγή μου στα διηγήματα που μετέφρασα, το πεζογραφικό έργο του Φιτζέραλντ παρουσιάζει στο σύνολό του εκπληκτική συνοχή. Πολλά διηγήματα είναι επεξεργασία πτυχών των μυθιστορημάτων. Υπάρχουν κοινά θέματα, τόποι, καταστάσεις και χαρακτήρες, αλλά η επανάληψη δεν θίγει και δεν θαμπώνει την πρωτοτυπία, αντίθετα την κάνει πλουσιότερη, διαυγέστερη. Δεν μπορώ να κάνω διάκριση μεταξύ του μυθιστοριογράφου και του διηγηματογράφου Φιτζέραλντ.

Ο Φιτζέραλντ είναι για μένα σπουδαίος πεζογράφος, είτε γράφει μυθιστόρημα είτε διήγημα. Κατόρθωσε να μας δώσει χαρακτήρες αναγνωρίσιμους και αλησμόνητους (και τούτο ας είναι γενικώς ένα από τα κριτήρια της μεγάλης λογοτεχνίας), είτε πρόκειται για τον ρομαντικό διαχρονικό Γκάτσμπυ (ήρωα του μεγέθους του Χήθκλιφ ή του Κάπταιν Άχαμπ ή του Χακ Φιν) είτε για τον Τσάρλι της «Επιστροφής στη Βαβυλώνα»  είτε για τον Ντέξτερ των «Χειμωνιάτικων Ονείρων». Καθώς σημειώνω στην εισαγωγή μου στα διηγήματα που μετέφρασα, το πεζογραφικό έργο του Φιτζέραλντ παρουσιάζει στο σύνολό του εκπληκτική συνοχή. Πολλά διηγήματα είναι επεξεργασία πτυχών των μυθιστορημάτων. Υπάρχουν κοινά θέματα, τόποι, καταστάσεις και χαρακτήρες, αλλά η επανάληψη δεν θίγει και δεν θαμπώνει την πρωτοτυπία, αντίθετα την κάνει πλουσιότερη, διαυγέστερη. Δεν μπορώ να κάνω διάκριση μεταξύ του μυθιστοριογράφου και του διηγηματογράφου Φιτζέραλντ.

2. Στην εισαγωγή σας στη συλλογή διηγημάτων σημειώνετε ότι ο Φιτζέραλντ έγραψε πέντε μυθιστορήματα και γύρω στα εκατόν πενήντα διηγήματα και ότι οι αμοιβές για τα διηγήματά του ήταν πολύ υψηλές. Απ’ αυτό μπορούμε να συναγάγουμε ότι το διήγημα ήταν σαφώς πιο δημοφιλές απ’ ό,τι το μυθιστόρημα εκείνη την εποχή. Θέλετε να το αιτιολογήσετε;

 Τα διηγήματα δημοσιεύονταν σε περιοδικά ποικίλης ύλης και μεγάλης κυκλοφορίας. Γι’ αυτό και οι αμοιβές ήταν υψηλές. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι στο μεσοπόλεμο το διήγημα ήταν πιο δημοφιλές. Απλώς σερβιριζόταν στον αναγνώστη μέσα σε ένα πακέτο που περιείχε και άλλα ενδιαφέροντα κομμάτια, συνεντεύξεις γελοιογραφίες, κριτικές, νέα από την κοσμική ζωή, κλπ.

3. Το σύγχρονο ευρωπαϊκό και αμερικανικό διήγημα διάγει περίοδο άνθισης. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για το σύγχρονο ελληνικό διήγημα, παρότι στην Ελλάδα υπήρξαν σπουδαίοι διηγηματογράφοι, από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη μέχρι τον Δημήτρη Χατζή. Πού αποδίδετε την κάμψη στην συγγραφή διηγημάτων αλλά και την έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς αναγνωστικού κοινού; 

 Σωστά λέτε ότι στην Ελλάδα είχαμε σπουδαίους διηγηματογράφους και το διήγημα ήταν δημοφιλές. Ας μην ξεχνάμε τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό, όπως και τον Κονδυλάκη και τον Μητσάκη, γιατί όχι και τον Ροΐδη. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι υπάρχει κάμψη στη συγγραφή διηγημάτων. Έχουμε πολλούς σημερινούς συγγραφείς που γράφουν διηγήματα. Αλλά είναι γεγονός ότι το ενδιαφέρον του σημερινού αναγνωστικού κοινού είναι στραμμένο στο μυθιστόρημα κυρίως. Δεν ξέρω πού να το αποδώσω. Φοβάμαι ότι τα κριτήρια και τα μέτρα είναι ποσοτικά. Το μυθιστόρημα είναι εκτενές και, καθώς λένε, «χορταστικό». Αυτό το ταξίδι που χαρίζει ένα λογοτεχνικό βιβλίο διαρκεί, είναι συχνά πολυήμερο. Αντίθετα, το διήγημα είναι σύντομο και διαβάζεται σε μια «καθισιά» (a sitting), καθώς λέει ο Έντγκαρ Άλλαν Πόου, δίνοντας έτσι και το βασικό χαρακτηριστικό του διηγήματος: το τελειώνεις χωρίς να σηκωθείς από την καρέκλα. Γεγονός είναι επίσης ότι η πυκνότητα και συχνά η υπαινικτικότητα του διηγήματος απαιτεί μεγαλύτερη αναγνωστική συγκέντρωση. Όπως και η ποίηση, το διήγημα απευθύνεται σε ικανούς, επαρκείς αναγνώστες.

4. Αρκετοί εκδότες αποφεύγουν να μεταφράζουν συλλογές διηγημάτων, όσο καλά και αν έχουν πάει στη χώρα προέλευσης, με την αιτιολογία ότι στην Ελλάδα το διήγημα δεν πουλάει. Πού θα αποδίδατε αυτή την επιφυλακτικότητα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού απέναντι στο διήγημα;

 Επεκτείνοντας αυτά που είπα παραπάνω, θα έλεγα ότι πολλοί αναγνώστες δεν είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν τον κόπο που απαιτείται για την ανάγνωση ενός πυκνού κειμένου. Προτιμούν το μυθιστόρημα, ιδιαίτερα το ευπώλητο, διότι το μυθιστόρημα τους «πάει», και με τις δύο έννοιες, και τους ταιριάζει αλλά και τους παρασέρνει σαν ποτάμι. Είναι κρίμα. Στο τέλος θα μιλάμε για τη διηγηματογραφία όπως μιλάμε για την ποίηση, ότι είναι μια τέχνη ακριβή και αριστοκρατική, τόσο στη γραφή της όσο και στην ανάγνωσή της.

Leave a comment