Judith Hermann: Βιογραφικό Σημείωμα της συγγραφέως και συνέντευξη στη Μαρία Αγγελίδου

hermanΗ Γιούντιθ Χέρμαν γεννήθηκε το 1970 στο (τότε ακόμα Δυτικό) Βερολίνο. Μεγάλωσε στο Νόικελν και έμεινε εκεί ως τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, οπότε και μετακόμισε στην περιοχή Πρεντσλάουερ Μπεργκ, στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο. Σπούδασε γερμανική φιλολογία και λογοτεχνία, ασχολήθηκε με το θέατρο και με τη δημοσιογραφία. Τελειώνοντας τις σπουδές της εργάστηκε για ένα διάστημα στις γερμανόφωνες εφημερίδες της Νέας Υόρκης »New Yorker Staatszeitung« και »Aufbau«. Το 1997 πήρε την υποτροφία της Ακαδημίας της Τέχνης. Στο σπίτι του Άλφρεντ Ντέμπλιν στο Βέβελσφλετ έγραψε εννέα ιστορίες μέσα σε εννέα μήνες, που κυκλοφόρησαν σ’ έναν τόμο με τίτλο “Εξοχικό σπίτι, αργότερα”. Και οι κριτικοί και το κοινό υποδέχτηκαν το βιβλίο με ενθουσιασμό. Ο Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι στο τηλεοπτικό  »Literarisches Quartett« είπε τότε: “Έχουμε μια νέα φωνή, μια ξεχωριστή συγγραφέα. Η επιτυχία της θα είναι μεγάλη”.

Το 2003 εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, “Φαντάσματα μόνο”, που στάθηκε στο ύψος των προσδοκιών του κοινού. Το πολύ ιδιαίτερο ύφος της, που ισορροπεί ανάμεσα στο ένστικτο και στο δισταγμό και καταφέρνει να γίνει σχεδόν εθιστικό, διακρίνει και αυτές τις εφτά ιστορίες. Η συγγραφέας εδώ εστιάζει στο ταξίδι, στη μετακίνηση μέσα στο χώρο, όχι τον κλειστό, αλλά τον πολύ ανοιχτό. Στη μετακίνηση στο χάρτη. Αλλά τα πρόσωπα της Χέρμανν δεν είναι ταξιδιώτες παρασυρμένοι από τη χαρά και τον ενθουσιασμό του ταξιδού. Δεν νοιώθουν, δεν μπορούν ή δεν θέλουν και πάντως δεν διανοούνται να νοιώσουν την ευτυχία της περιέργειας. Είναι γυναίκες νέες, που κουβαλούν πολλά πράγματα, πολλά βάρη, πολλά δυσκίνητα προβλήματα μέσα τους. Το ταξίδι στην περίπτωσή τους εντάσσεται στην μοναδική παράδοση του Χάντκε και του Σύντομου Γράμματος για Ένα Μεγάλο Αποχαιρετισμό: είναι κάτι σαν θεραπεία.

Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί η “Άλις”, με πέντε ιστορίες που η κριτική επιτροπή του Βραβείου Φρήντριχ Χαίλντερλιν χαρακτηρίζει “όχι μόνο ατμοσφαιρικές και αποκαλυπτικές, αλλά και στυλιστικά αριστουργηματικές στον τρόπο με τον οποίον διαχειρίζονται το θάνατο και την απώλεια”.

Της έχουν επίσης απονεμηθεί το Λογοτεχνικό Βραβείο της Πόλης της Βρέμης, το Βραβείο Χούγκο Μπαλ και το σπουδαίο Βραβείο Κλάιστ.

Πράγματι για πολλούς τα διηγήματα της Γιούντιθ Χέρμαν συνεχίζουν κατά κάποιον τρόπο την παράδοση του Άντον Τσέχοβ και του Ραίημοντ Κάρβερ. Και σίγουρα εκφράζουν τη στάση της γενιάς της απέναντι στη ζωή. Έχουν μια ευδιάκριτη δική τους ατμόσφαιρα, που καταφέρνει να είναι λεπτομερής και λακωνική μαζί. Απεικονίζουν σκηνές και στιγμές της καθημερινής ζωής, που σταδιακά, χωρίς πίεση, χωρίς ένταση καμία αναπτύσσονται σε ένα είδος πλοκής – μόνο που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως η πλοκή αυτή δεν συμβαίνει ακριβώς πάνω στην στέρεη πραγματικότητα, αλλά ένα κλικ, ένα τόσο δα κλικ πιο μέσα ή πιο πάνω ή πιο πέρα. Τα πρόσωπα κινούνται σ’ ένα χώρο καθορισμένο από την αναποφασιστικότητα, την αδυναμία δέσμευσης, την ανεπάρκεια της επιθυμίας. Ο χρόνος τους είναι γεμάτος όμορφες εικόνες και όμορφες προτάσεις, αλλά δεν μπορεί να σπάσει σε κορυφές πάθους. Κι η αφήγησή τους είναι γεμάτη σιωπές, αποτελείται κυρίως από σιωπές, μέσα στις οποίες εγκαθίστανται οι βασικοί πρωταγωνιστές της ζωής τους: οι αναμνήσεις.

Γιατί η σχέση με το παρελθόν, με το παρόν και το μέλλον είναι μια σχέση που σφραγίζει τα διηγήματα της Γιούντιθ Χέρμαν. Το παρόν των ηρώων και κυρίως των ηρωίδων της είναι φευγαλέο αλλά απέραντο. Υπάρχει αμετάκλητα, και συχνά συνθλίβει με το βάρος του κάθε πιθανότητα διαφυγής. Το παρελθόν απομακρύνεται με ιλλιγγιώδη ταχύτητα από τη συνειδητή μνήμη, μετατρέπεται σε αναμνήσεις και σκιές αναμνήσεων, μεταμορφώνεται σε αραιό σκοτάδι, κατοικημένο από πάθη ξεχασμένα, πόνους σβησμένους, χαρές ξεθωριασμένες. Και το μέλλον, το μέλλον περιμένει ακίνητο, μετέωρο – και δεν έρχεται ποτέ.

Η Χέρμαν έχει πει πως “την δυσκολεύει πολύ το παροδικό των πραγμάτων, το παροδικό της ζωής. Γράφοντας έχει κανείς την αίσθηση πως εμποδίζει το χρόνο να κυλήσει… πως συγκρατεί μια στιγμή έστω από το ποτάμι του. Γράφοντας ξορκίζει τελικά κανείς το θάνατο”.

 Συνέντευξη στη Μαρία Αγγελίδου (Νοέμβριος 2013)

Αν η μουσική αποτελείται από νότες και παύσεις, μπορεί κανείς να πει και για τη γλώσσα το ίδιο; Και κυρίως για τη γλώσσα της λογοτεχνίας;

Είχα κάποτε μια ρωσσίδα δασκάλα του πιάνου, που μου έμαθε πολλά για τις διακοπές και τις παύσεις. Θεωρούσε τις διακοπές και τις παύσεις το σημαντικότερο στη μουσική – η διακοπή είναι κάτι σαν άβυσσος, όπου μπορεί κανείς να κοιτάξει και να βρει μιαν αλήθεια. Διαπίστωσε οτι οι διακοπές με φόβιζαν πολύ και μου έμαθε να τις κρατάω, να τις τραβάω όσο μπορούσα. Όταν τελικά ερχόταν η ώρα να παίξω το κομμάτι, μπορούσα να να συντομεύσω τις διακοπές του – αλλά ήταν πια αισθητές, αντιληπτές. Τις είχα καταλάβει.

Κατάφερα και πέρασα πολλά απ’ αυτά τα μαθήματα στο γράψιμο – και στη ζωή μου. Η λογοτεχνία μπορεί ν’ αποτελείται από κενά, μέσα στα οποία ξετυλίγεται η πραγματική, η ουσιαστική ιστορία. Το κενό – η παύση – μπορεί ν’ ακούγεται, αν το βοηθάει η γλώσσα, όταν η γλώσσα βοηθάει τον αναγνώστη να περάσει πάνω από το κενό, πάνω από την παύση. Στις παύσεις της λογοτεχνίας βρίσκεται και υπάρχει όλη μας η ζωή.

Υπάρχει αφήγηση της θηλυκότητας; Υπάρχει αυτό που λέμε “γυναικεία” λογοτεχνία; Και αντίστοιχα “αντρική”;

Δεν ξέρω αν υπάρχει “γυναικεία” και “ανδρική” λογοτεχνία. Υπάρχει βέβαια και μάλιστα ευδιάκριτα “γυναικεία” και “ανδρική” αντίληψη, αίσθηση… διάφορα. Οι άντρες στρέφονται περισσότερο προς τη συνολική μεγάλη εικόνα, οι γυναίκες ενδιαφέρονται περισσότερο για τη λεπτομέρεια; Με τις φαινομενικά ασήμαντες αποχρώσεις;  Αγαπώ βιβλία γραμμένα από άντρες. Αγαπώ και βιβλία γραμμένα από γυναίκες – και είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Όταν μιλάω με άντρες, εύχομαι να ‘ταν και οι γυναίκες τόσο ειλικρινείς, άμεσες και ανεπιτήδευτες, όσο οι άντρες. Διαρκώς ταλαντεύομαι ποια από τις δυο στάσεις προτιμώ. Συχνά σκέφτομαι πως θα ήθελα να είμαι άντρας. Στη σκέψη. Αλλά στο γράψιμο δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτό το θέμα.

Είναι το ταξίδι ένα είδος θεραπείας; Και αν ναι, μήπως η άφιξη δεν είναι η καλύτερη στιγμή του; Μήπως δεν ταξιδεύουμε για να φτάσουμε;

 Το ταξίδι είναι θεραπεία, παρηγοριά, βάσανο, κόπος κι ευτυχία. Στην αρχή κάθε ταξιδιού αναρωτιέμαι γιατί το ξεκινάω· κατά τη διάρκεια του ταξιδιού νοσταλγώ διαρκώς το σπίτι· γυρίζοντας σπίτι θέλω ξανά κι αμέσως να νοιώσω ξένη σε ξένο μέρος – είναι όπως το λέει ο Τόμας Μπρας: θέλω να μείνω εκεί όπου δεν έχω πάει ποτέ. Υπάρχει μια λέξη, που σημαίνει τη μελαγχολία της άφιξης – δεν είναι καινούργιο το πρόβλημα, λοιπόν: οι ωραιότερες περιγραφές της απόγνωσης τη στιγμή της υλοποίησης των ονείρων, της μοναξιάς τη στιγμή του ερχομού, έχουν ήδη γραφτεί. Μ’ αρέσει να ταξιδεύω. Το ωραιότερο κομμάτι του ταξιδιού είναι η διαδρομή προς τον προορισμό, η νοερή άφιξη στον προορισμό, η νοερή περιήγηση του τόπου, η ίδια η άφιξη. Οι ώρες στο τρένο, στο καράβι. Το “πριν”. Αλλά και το “μετά” – όταν κανείς κατανοεί εκ των υστέρων ό τι είδε, έζησε, κέρδισε ή έχασε στο ταξίδι. Η στιγμή της εμπειρίας είναι κανείς απολύτως προσηλωμένος στο παρόν, στο Εδώ και Τώρα, δεν του μένει ούτε χρόνος ούτε περιθώριο να σκεφτεί, να συνειδητοποιήσει. Μετά το ταξίδι, μετά τον έρωτα, μετά την απώλεια, μετά τη συνάντηση – συνέρχεται κανείς, συνειδητοποιεί, μπορεί να κατατάξει και να καταλάβει αυτό που έγινε.  Μόλις γύρισα από την Ιρλανδία, όπου πέρασα τρεις βδομάδες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ένοιωθα ασταμάτητα νοσταλγία, ένοιωθα εξόριστη και ήμουν στ’ αλήθεια δυστυχής. Αφ’ ότου γύρισα, έχω την αίσθηση πως αυτό το βαρύ και κοπιαστικό ταξίδι είναι το καλύτερο πράγμα που μου έτυχε φέτος – κάτι μου χαρίστηκε στη διάρκειά του, ένα είδος ενέργειας ίσως, ακούγεται κάπως μεταφυσικό αυτό, αλλά δεν μπορώ να το εκφράσω διαφορετικά.

Και οι δυο εμπειρίες, η Κατά Τη Διάρκεια και η Μετά το ταξίδι, είναι πραγματικές και αληθινές. Όσο διαφορετικές κι αν είναι μεταξύ τους. Και τέλος μετανοιώνω – δεν θα μπορούσα τάχα να νοιώθω ευτυχής και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Όχι δεν θα μπορούσα. Διότι τελικά μπορώ να είμαι ευτυχής μόνο εκ των υστέρων, είναι μάλλον κι αυτό σημάδι της ηλικίας, παλιά, όταν ήμουν πιο νέα, ήμουν περισσότερο ευτυχισμένη Πριν.

Τρία βιβλία μέσα σε ένα διάστημα χρόνων. Η βραδύτητα αυτή έχει μήπως σχέση με το χρόνο, που και μέσα στα διηγήματά σας κυλάει αργά; 

Γράφω αργά. Είμαι αργή στο γράψιμο, διστακτική, αβέβαιη, γεμάτη αμφιβολίες και φόβους. Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο ζυγίζω τις λέξεις, τόσο πιο αναποφάσιστη γίνομαι με τις λέξεις. Τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ οτι κάθε λέξη είναι ένα σταυροδρόμι, από το οποίο η ιστορία μπορεί να στρίψει, να τραβήξει εντελώς διαφορετικό δρόμο. Για να ξεφύγω απ’ αυτόν τον βασανιστικό τρόπο γραφής, θέλω χρόνο. Η σκέψη θέλει χρόνο – περνώ πολύ περισσότερες ώρες σκεπτόμενη τι θα γράψω, παρά γράφοντας. Αλλά έτσι μου φαίνεται σωστό. Το γράψιμο είναι μια κοπιαστική χρονοβόρα δουλειά.

Όταν το πρώτο βιβλίο είναι ήδη επιτυχία, πόσο δύσκολο είναι να συνεχίσει κανείς; Μήπως η επιτυχία είναι “υπόσχεση”, που πρέπει με κάθε θυσία να τηρηθεί;

 Η επιτυχία του πρώτου βιβλίου έκανε τα επόμενα βιβλία δυσκολότερα. Από την άλλη, χωρίς την επιτυχία του πρώτου βιβλίου τα επόμενα βιβλία ίσως και να μην είχαν γραφτεί – και ειδικά για το τρίτο βιβλίο, την Άλις, είμαι πολύ χαρούμενη. Η επιτυχία δεν σημαίνει υποχρεωτικά υπόσχεση, που πρέπει να τηρηθεί. Δίνει όμως ένα ιδιαίτερο μέτρο σύγκρισης. Και δυσκολεύομαι να κρατήσω απόσταση απ’ αυτό το μέτρο.

Με εντυπωσίασε πολύ το “δωμάτιο της ιστορίας”. Η ιστορία ως ένας κλειστός χώρος, μέσα στον οποίο μπορεί κανείς να μπει, να μείνει για λίγο ή για περισσότερο, να βγει τέλος…  Η αφήγηση σχετίζεται τελικά περισσότερο με το χώρο και λιγότερο με το χρόνο;

Η αφήγηση έχει σχέση και με το χώρο και με τον χρόνο. Είναι δε και μονοδιάστατη. Γίνεται τρισδιάστατη, αποκτάει τρεις διαστάσεις και ζωή και αλήθεια, μόνον όταν φτάνει στην ερμηνεία της, στην ανάγνωσή της από τον αναγνώστη. Όταν γράφω, σκέφτομαι όσο το δυνατόν λιγότερο  τι γράφω, ή τι θέλω να γράψω. Γράφω ό τι θυμάμαι. Θυμάμαι ένα συγκεκριμένο χώρο, μια συγκεκριμένη στιγμή, μια συγκεκριμένη εικόνα ή σκηνή, μια ειπωμένη πρόταση, στην οποία δεν βρήκα τι ν’ απαντήσω. Γράφοντας ξαναβρίσκω αυτό το χώρο, αυτή τη στιγμή· μπορώ ίσως εκ των υστέρων ν’ αλλάξω τη σκηνή, ή να την κατανοήσω αλλιώς. Κι αυτό μπορεί μερικές φορές να λειτουργήσει ώς παρηγοριά ή ως ανακούφιση.

Γράφοντας αφήνω το ένστικτό μου να δουλέψει. Μ’ αρέσει να μπαίνω στην ιστορία όπως μπαίνουμε μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Μ’ αρέσει να διαλέγω τη σωστή στιγμή για να μπω μέσα στο δωμάτιο. Και μ’ αρέσει να μπαίνω στο δωμάτιο με τα μάτια κλειστά. Να μην ξέρω, να μη σκέφτομαι από πριν πού θα βρεθώ στη συνέχεια.

Για το χρόνο, τώρα… δυσκολεύομαι που τα πάντα περνούν. Και νοιώθω οτι το γράψιμο είναι ένας τρόπος να βάζει κανείς εμπόδια στη ροή του χρόνου…. Διαλέγει μια μικρή στιγμή και την βγάζει έξω από το ποτάμι του χρόνου.

Το γράψιμο, επομένως, είναι με την πλατειά έννοια ένας τρόπος άμυνας έναντι του θανάτου.

Leave a comment