Alison Moore: Βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως και συνέντευξη στην Αθηνά Δημητριάδου

Alison Moore 4Η Άλισον Μουρ γεννήθηκε στο Μάντσεστερ το 1971. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και ανθολογίες, συμπεριλαμβανομένης της Best British Short Stories 2011. Ήταν μεταξύ των υποψηφίων στη βραχεία λίστα των Bridport Prize, Manchester Fiction Prize και Scott Prize για την πρώτη της συλλογή διηγημάτων. Απέσπασε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία της νουβέλας του βραβείου Πεζογραφίας και Ποίησης The New Writer Ο Φάρος ήταν μεταξύ των υποψηφίων στη βραχεία λίστα του Man Booker Prize 2012.  Η Άλισον Μουρ ζει κοντά στο Νότινγκχαμ με τον σύζυγό της Νταν και τον γιο της Άρθουρ.

Κρίνοντας από τα βιβλία σας σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι το σπίτι ως σύμβολο σας έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως. Έχουμε ένα Lighthouse, ένα Hellhaus και ένα Pre-War House, όπως είναι ο τίτλος της συλλογής των διηγημάτων σας. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;

 Σε αρκετές ιστορίες μου διερευνώ το θέμα της οικογένειας και του σπιτιού.  Το  Pre-War House πραγματεύεται το θέμα της οικογενειακής εστίας εν ειρήνη, ταυτόχρονα όμως υπαινίσσεται την επερχόμενη διάλυσή του. Όταν έγραφα το The Lighthouse,  είχα κατά νου ανθρώπους και τόπους συνδεδεμένους με έννοιες όπως το άσυλο, οι ανέσεις, η ασφάλεια, οι οποίοι όμως εν δυνάμει μπορούσαν να αποβούν καταστρεπτικοί,  πράγμα που με οδήγησε στους φάρους. Τα οικοδομήματα αυτά, που έχουν κατασκευαστεί για να παρέχουν καταφύγιο, υψώνονται σε άκρως επικίνδυνα μέρη, οπότε μου άρεσε η ιδέα της σύγχυσης που προκαλείται από τη φωτεινή δέσμη του φάρου που σε προειδοποιεί να μην πλησιάσεις και από το φως που σου δείχνει τον δρόμο για το σπίτι σου. Και το Hellhaus αυτή την αντίθεση απηχεί –“hell” στα γερμανικά σημαίνει φως και φωτεινός, στα αγγλικά όμως η λέξη έχει σκοτεινές συνεκδοχές, οπότε και πάλι υπάρχει μια σύγχυση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.

 Υπάρχει κάποιο είδος σπιτιού για το οποίο δεν έχετε γράψει και επιθυμείτε να γράψετε;

Βρίσκω συναρπαστική την ιδέα των σπιτιών που χτίστηκαν αποκλειστικά για να μπουν στο μάτι των γειτόνων (spite houses). Υπάρχουν πολλές περίεργες ιστορίες που σχετίζονται με αυτά.

 Υπάρχει κάποιο είδος σπιτιού που νιώθετε ότι δεν μπορείτε να συλλάβετε όπως θα θέλατε;

Επιλέγω τις λεπτομέρειές μου με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτουν όσα απαιτεί η ιστορία που αφηγούμαι, κατά συνέπεια δεν είναι απαραίτητο να προσπαθώ να συλλάβω ένα συγκεκριμένο σπίτι – μπορεί να πάρω κάτι από το ένα σπίτι και κάτι από το άλλο, ό, τι λειτουργεί. Στο Pre-War House περιγράφω το σπίτι των παππούδων μου από τη μεριά της μητέρας μου, πρόσθεσα όμως μια σοφίτα που την πήρα από το δικό μου σπίτι, όσο για την βόμβα που πέφτει είναι εκείνη που έπεσε σε ένα χωράφι δίπλα στο σπίτι όπου μεγάλωσε ο πατέρας μου.

 Ποιοι συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει;

Έχω τη γνώμη πως οτιδήποτε διάβασα, είτε καλό είτε κακό με έχει ως ένα βαθμό επηρεάσει. Στους αγαπημένους μου συγγραφείς συγκαταλέγω τον Τζορτζ Όργουελ, τον Ίαν ΜακΙούαν, τον Κουρτ Βόνεγκατ, τη Λάιονελ Σράιβερ. Τρέφω απεριόριστο θαυμασμό για τα διηγήματα της Φλάνερι Ο ‘Κόνορ.

 Ο αναγνώστης του Φάρου έχει ευθύς εξαρχής την αίσθηση του επερχόμενου πεπρωμένου. Από την άλλη πλευρά δεν αισθάνεται να τον «πνίγει» η ατμόσφαιρα του βιβλίου. Πώς κατορθώνετε να ισορροπείτε τον τόνο σας με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης μπορεί μεν να διαισθάνεται ότι θα συμβεί κάτι φοβερό, ταυτόχρονα δε να μην νιώθει ότι πνίγεται;

Χαίρομαι που διαπιστώνετε ότι έχω επιτύχει αυτή την ισορροπία. Προχωρώ διερευνητικά τις ιστορίες, άρα δεν αποφασίζω εκ των προτέρων ούτε τον τόνο ούτε την πλοκή. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να αισθάνομαι εγώ ότι πάω καλά καθώς προχωρώ. Μου αρέσει να αφήνω εδώ κι εκεί διάφορες ενδείξεις, να επιλέγω τις λέξεις που θα κάνουν τον αναγνώστη να είναι σε ετοιμότητα προτού καν συμβεί κάτι δυσάρεστο.  

Leave a comment